- μυθολογώ
- (ΑΜ μυθολογῶ -έω) [μυθολόγος]διηγούμαι μυθώδεις ιστορίες, μύθουςνεοελλ.ασχολούμαι επιστημονικά με τη μυθολογία, είμαι μυθολόγος(μσν. -αρχ.) μιλώ πολύ και άσκοπα, απεραντολογώ, φλυαρώ («καὶ μυθολογεῑν περὶ τῆς ἀποδημίας τῆς ἐκεῑ», Πλάτ.).αρχ.1. (γενικά) αφηγούμαι, διηγούμαι («ὁ μὲν γὰρ τοὺς ἀγῶνας καὶ τοὺς πολέμους τοὺς τῶν ἡμιθέων ἐμυθολόγησεν», Ισοκρ.)2. επινοώ, πλάθω μύθευμα3. αφηγούμαι κάτι υπερβάλλοντάς το4. (το μέσ.) μυθολογοῡμαι, -έομαια) (σχετικά με γεγονότα) αναφέρομαιβ) γίνομαι μυθικός.
Dictionary of Greek. 2013.